προπώληση

προπώληση
önceden satma

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προπώληση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προπωλώ, η από πριν πώληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπωλώ. Η λ., στον λόγιο τ. προπώλησις, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αἰών] …   Dictionary of Greek

  • προπούλημα — το, Ν [προπουλώ] πώληση ενός προϊόντος προτού αυτό παραχθεί, προπώληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”